αλατόμητος

αλατόμητος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει λατομηθεί: Η περιοχή τότε ήταν αλατόμητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλατόμητος — η, ο (AM ἀλατόμητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο 2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία αρχ. μσν. ο αλάξευτος, απετροκόπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατομητός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”